μεστώσει

μεστώσει
μέστωσις
filling full
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μεστώσεϊ , μέστωσις
filling full
fem dat sg (epic)
μέστωσις
filling full
fem dat sg (attic ionic)
μεστόω
fill full of
aor subj act 3rd sg (epic)
μεστόω
fill full of
fut ind mid 2nd sg
μεστόω
fill full of
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακάρπωτος — η, ο (Α ἀκάρπωτος, ον) αυτός που δεν παράγει καρπούς, ο άγονος νεοελλ. αυτός που δεν έχει μεστώσει «ακάρπωτα κουκιά» ΙΙ αρχ. 1. αδούλευτος, ακαλλιέργητος («ἀκάρπωτος γῆ», Θεόφρ.) 2. ανώφελος, μάταιος «νίκας ἀκάρπωτον χάριν» (Σοφ. Αί. 176) 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • ακαλογίνωτος — η, ο [καλογίνωτος] 1. αυτός που δεν έχει καλογίνει, δεν έχει μεστώσει, δεν έχει ωριμάσει «ακαλογίνωτα μήλα» 2. όποιος δεν έχει βράσει ή ψηθεί αρκετά «ακαλογίνωτο ψητό» 3. εκείνος που δεν έχει συντελεστεί, δεν έχει ολοκληρωθεί «ακαλογίνωτη… …   Dictionary of Greek

  • αμέστωτος — η, ο [μεστώνω] αυτός που δεν μέστωσε (ακόμη) ή που δεν μπορεί να μεστώσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”